θαμινα

θαμινα
    θαμινά
    θᾰμῐνά
    adv. часто
    

(ἄκοντα πάλλειν Pind.)

    εἴσιθι θ. Xen. — приходи почаще


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θαμινα" в других словарях:

  • θαμινά — θαμινός crowded neut nom/voc/acc pl θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc/acc dual θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμίν' — θαμινά , θαμινός crowded neut nom/voc/acc pl θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc/acc dual θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc sg (doric aeolic) θαμινέ , θαμινός crowded masc voc sg θαμιναί , θαμινός crowded fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμινάς — θαμινά̱ς , θαμινός crowded fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμινά — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) συχνά, θαμινά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αντί θαμινά] …   Dictionary of Greek

  • θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»